- εϋπλοκαμίς
- ἐϋπλοκαμίς, -ῑδος, ἡ (Α)επικ. θηλ. τού επιθ. εὐπλόκαμος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκαμίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐυπλοκαμῖδες — ἐυπλοκαμίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπλόκαμος — η, ο (Α εὐπλόκαμος και ἐϋπλόκαμος, ον, θηλ. και ἐϋπλοκαμίς, ῑδος)] αυτός που έχει ωραίες πλεξούδες, ωραία κόμη νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ευπλόκαμος γένος πτηνών τής οικογένειας τών φασιανιδών αρχ. 1. (στον Όμ.) ως επίθ. θεαινών και γυναικών … Dictionary of Greek